ἡσυχάστρια

ἡσυχάστρια
ἡσυχάστρια
she who soothes
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ησυχάστρια — ἡσυχάστρια, ἡ (Μ) βλ. ησυχαστής …   Dictionary of Greek

  • ἡσυχάστριαν — ἡσυχάστρια she who soothes fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ησυχαστής — ο (Μ ἡσυχαστής, θηλ. ἡσυχάστρια) [ησυχάζω] 1. μοναχός, ερημίτης αναχωρητής που ησυχάζει, που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και ζει σε απομόνωση 2. αυτός που έχει ως έργο την τήρηση τής τάξεως στο μοναστήρι, αλλ. σιλεντιάριος μσν. 1. (και στον πληθ.) …   Dictionary of Greek

  • κηλήτειρα — κηλήτειρα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡσυχάστρια», αυτή που κατακηλεί, που μαγεύει, που θέλγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κηλητήρ (< κηλῶ «μαγεύω, θέλγω»)] …   Dictionary of Greek

  • sihastru — SIHÁSTRU, Ă, sihaştri, stre, s.m. şi f. 1. Om care trăieşte retras de lume în post şi rugăciuni; pustnic, anahoret, eremit, schimnic. 2. fig. Persoană care trăieşte izolată, retrasă de societate. ♦ Animal sălbatic bătrân care trăieşte singur.… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”